Η αργυροχοΐα στα Λεύκαρα , με βάση χρονολόγηση συλλογής ασημικών που προέρχονταν από τα Λεύκαρα, είναι πιθανόν να εμφανίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Ενισχυτικό στην πιο πάνω θέση είναι οι καταχωρήσεις που υπάρχουν στον «ΚΩΝΤΥΚΑ» της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού στις οποίες αναφέρεται μεταξύ άλλων η κατασκευή κανδηλίου ασημένιου στα μέσα του 18ου αιώνα (1742). Επίσης ο Ρώσσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ που επισκέφθηκε την Κύπρο και τα Λεύκαρα το 1734 μας δίνει την πληροφορία ότι ο Τίμιος Σταυρός της εκκλησίας των Λευκάρων είναι κεκαλυμμένος δι΄αργύρου. Είναι πιθανό η επικάλυψη του Σταυρού να έγινε στα Λεύκαρα.
Στη συνέχεια τον 19ον αιώνα, μαθαίνουμε από μαρτυρία του Χριστόφορου Ιωαννίδη (Τοφή της Αλισαβούς) ότι ο πατέρας του, Γιάννης Κολοκασίδης ή Καραολάς, γνωστός χωραΐτης χρυσοχόος ήρθε και εγκαταστάθηκε στα Λεύκαρα περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Παντρεύεται και δημιουργεί οικογένεια, πεθαίνει όμως νέος αφήνοντας μικρά τα παιδιά του. Ο γυιός του, ο Τοφής, αποφασίζει να συνεχίσει την παράδοση και σε ηλικία 12 χρόνων έρχεται στη Λευκωσία, θητεύει για 4-5 χρόνια στο θείο του Παυλή Καραολά και επιστρέφει στα Λεύκαρα, όπου και ανοίγει δικό του εργαστήριο και συνεργάζεται με δύο άλλους Λευκαρίτες χρυσοχούς τον Νικόλα και τον Γιωρκουλλή. Κατασκεύαζαν σκαλέττες για τον λαιμό, μυρμίτσια (αλυσίδες), σπλίγκες, σκουλαρίκια φυνιατωτά, βρασιόλια, μπούκλες για τις γυναικίες ζώνες. Για να πωλήσουν τα έργα τους γύριζαν τα χωριά διαλαλώντας την πραμάτεια τους.
Περί το 1900 υπάρχουν στα Λεύκαρα δυο χρυσοχοί, ο Νικόλας που πήρε και το επώνυμο Χρυσοχός κα ο Μιχάλης του Κυπριανού. Ο Νικόλας έκαμνε ασημένια κουταλάκια, αρραβώνες, σταυρούς, ο δε Μιχάλης ειδικευόταν στην κατασκευή μιας ασημένιας καδένας που την πουλούσε με τον πήχυ.
Ωστόσο η τέχνη της αργυροχοΐας ακμάζει πραγματικά στα Λεύκαρα τις δεκαετίες 1960,1970 και 1980 χάρις στους ονομαστούς αργυροχόους της οικογένειας Καλοπαίδη. Οριακή χρονιά είναι το 1931 όταν ο Στυλιανός Καλοπαίδης, οπατριάρχης της οικογένειας, έρχεται να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στα Λεύκαρα ύστερα από τα Οκτωβριανά. Ο Στυλιανός είχε μαθητεύσει στη Λευκωσία κοντά στο Γιώρκο Ελευθεριάδη, τον επιλεγόμενο Τσιελεπίγιωρκη που είχεν έρθει στην Κύπρο από την Σμύρνη και ήταν ονομαστός χρυσοχός της χώρας. Ανοίγει στα Λεύκαρα το δικό του εργαστήρι και έχει σαν μαθητευόμενους τα παιδιά του αλλά και νέους από άλλα χωριά.
Κατασκευάζονται όλα τα είδη εκκλησιαστικών: καντήλες, εικόνες, εξαπτέρυγα, σταυροί, ευαγγέλια και φυσικά τα καπνιστομέρρεχα με τα σχέδια αππίδι, μήλο, μάππουρο και ριγωτό.
Τρία από πέντε παιδιά του Στυλιανού Καλοπαίδη, ο Γιώρκος, ο Αντρέας και ο Νίκος έμειναν στο επάγγελμα. Οι δυο πρώτοι μετακινήθηκαν στην Λάρνακα και χάρις στην τέχνη τους έγιναν παγκύπρια γνωστοί. Ο Νίκος έμεινε στα Λεύκαρα και διάδοσε την τέχνη παίρνοντας μαθητές που σήμερα είναι οι ίδιοι μαστόροι με δικά τους εργαστήρια και αναγνωρίζουν τον Νίκο Καλοπαίδη ως τον άνθρωπο που τους ανέδειξε.
Απόσπασμα από εκτενέστερο άρθρο του Δημήτρη Ξ. Σάββα στο περιοδικό ¨ΤΑ ΛΕΥΚΑΡΑ¨.